Το βινύλιο επέστρεψε!





Συναρπαστικά νέα. Άνθηση του βινυλίου, κυρίες και κύριοι. Η είδηση μας έφτιαξε τη μέρα. Οι πωλήσεις του βινυλίου ξεπέρασαν τις ψηφιακές... πωλήσεις στη Μεγάλη Βρετανία. Αυτό που ήταν μια εμμονή μουσικόφιλων μπαμπάδων και παππούδων, άντε και κάποιων χίπστερ, τώρα έρχεται δυναμικά στο εμπορικό προσκήνιο. Οι δίσκοι πουλάνε ξανά…

Διαβάστε. “Guardian”: Οι πωλήσεις βινυλίου είχαν φτάσει την περασμένη εβδομάδα τα 2,4 εκατομμύρια λίρες σε σύγκριση με το 2,1 λίρες από ψηφιακές αγορές μουσικής. Είναι μια ακόμα απόδειξη ότι ο παλιός καλός δίσκος μπαίνει στο εμπορικό mainstream.

Το ενδιαφέρον για την αγορά στη φυσική μορφή της μουσικής σε βινύλιο γνώρισε μία αναβίωση κατά τους τελευταίους 12 μήνες. Το περασμένο έτος η πώληση του βινυλίου σε άλμπουμ έφθασαν τα 1,2 εκατ., ενώ οι ψηφιακές πωλήσεις ήταν 4,4 εκατ. Οι μετρήσεις λένε πως το βινύλιο γνώρισε οκτώ συναπτά έτη ανάπτυξης, ενώ το 2006 είχε φτάσει στα όρια της εξαφάνισης.

Ξέρω φιλαράκια μου, φοιτητές και φοιτήτριες με καλλιτεχνικές ευαισθησίες από τα αμφιθέατρα της μεταπολίτευσης, οι οποίοι… ξεφορτώθηκαν όλους τους δίσκους του βινυλίου που είχαν. Και είχαν πολλές εκατοντάδες για να μην πω κάποιοι και χιλιάδες. Μία δισκοθήκη με αίμα χτισμένη, κάθε δίσκος και καημός. Με το υστέρημα…

Είχε έλθει, γύρω στα 1987-88, βλέπετε το -καινούργιο κοσκινάκι μου και πού να σε κρεμάσω- ολοκαίνουργιο CD.

Και τους το λέγαμε ως μικρή τότε μειοψηφία: Μη, μη! Το βινύλιο είναι ένας πολιτισμός, μια τελετουργία ακρόασης. Αλλά και το εξώφυλλο ακόμα, έτσι μεγάλο σαν έργο τέχνης (Γουόρχολ, Κυριτσόπουλος κ.ά.). Στου κουφού την πόρτα…

Τα θυμάστε τα δισκάδικα; Το χτυποκάρδι μέχρι να αποκτήσεις το βινύλιο του πόθου σου. Για να πας να λιώσεις μετά τα αυλάκια του στο πικάπ και να ξεπαστρέψεις τη βελόνα σε λίγες εβδομάδες;
Κατεβαίνοντας από το πανεπιστήμιο στην αρχή της Δημητρίου Γούναρη 46, αριστερά μπαίναμε στο “Studio 52”. Είτε αγοράζαμε δίσκους είτε όχι, οι άνθρωποι του μαγαζιού ήταν ευγενικοί και πρόθυμοι για συζήτηση. Δυο γενιές “δισκάδων”, βλέπετε, από το 1967.

Ο Πάτσης πάλι; Στην Τσιμισκή. Κοντά στην Αριστοτέλους. Από εκεί είχα πάρει τα “Τραπεζάκια έξω” του Διονύση. Και ο “Άλκης” στην Αγίου Δημητρίου με εμπορικά και “χιτ παρέιντ” και ο “Αλμπάντης” στη Μητροπόλεως 5, που μου λένε ότι πήρε σύνταξη και έκανε εκποίηση. ( ξέχασες τον Ταξίδη και τον Σούτσο, αλλά… δεν πειράζει ! )

Ο επιστήθιος Νίκος Θεοδωράκης στο “Rock 100”, αυτό το στέκι μουσικών, δημοσιογράφων και ραδιοφωνικών παραγωγών στην Παύλου Μελά κοντά στην Τσιμισκή, “έπεσε” μαχόμενος, αφού προτίμησε να κλείσει παρά να εγκαταλείψει την αγαπημένη του τζαζ και την ποιοτική ροκ σε καιρούς που σάρωνε το σκυλάδικο και το χαζοπόπ. Έμεινε ο μύθος καθώς κι εγώ δεν μπορώ να φανταστώ τον Νίκο να εξυπηρετεί “ρουβίτσες” και λάτρεις του συμπαθέστατου κατά τα άλλα “Λε Πα”.

Το “Blow Up” στην Αριστοτέλους έδωσε τη θέση του σε… κομμωτήριο, ενώ στο ΖΜ (επί οικογενείας Ζάννα) έβρισκες δίσκους εισαγωγής (το απόλυτο φετίχ τότε) στο πατάρι του!
Γράφω και αισθάνομαι τυχερός που κράτησα τα σαρανταπεντάρια μου. Από το πρώτο, που μου έφερε η μακαρίτισσα η μάνα μου μαζεύοντας τα κουπόνια της χλωρίνης Κλινέξ: Το “Julie” των Blue Birds, το 1967, μέχρι τους Στόουνς, τους Μπιτλς και το “Α κάζα ντ’ Ιρένε”…

Τα σαρανταπεντάρια… Μεγάλη ιστορία. Κάποτε τα Ηνωμένα Έθνη πίστεψαν πως θα αρκούσε η επανασύνδεση των Μπιτλς, σε μία μόνο συναυλία, για να προωθηθεί η παγκόσμια ειρήνη περισσότερο από όσο θα μπορούσαν οι διπλωμάτες όλου κόσμου!

Την δεκαετία του ’50 γεννήθηκε το ροκ εντ ρολ. Ο μύθος λέει ότι η αυτό το ξέσπασμα μουσικής, χορού και ξεγνοιασιάς γεννήθηκε μια καλοκαιρινή νύχτα, μέσα σε ιδρώτα, αϋπνία και τσαλακωμένα σεντόνια. Κάποιοι νέοι δεν άντεχαν πια τον καθωσπρεπισμό και το συντηρητισμό των “πατεράδων του πολέμου”. Τα ήθη της εποχής Αϊζενχάουερ γίνονταν κόκκινο πανί. Έτσι απλά.

Στη δεκαετία του ’60 η μουσική δεν δημιουργούσε απλώς λικνίσματα και είδωλα για τη νεολαία αλλά και ιδέες και δράση κοινωνική, αν όχι πολιτική. Για μια μεγάλη και αξέχαστη περίοδο η ποπ ροκ μουσική έγινε η “φωνή” της ελευθερίας και της αδελφοσύνης. Αλλά και της υπερβολής, του εκκεντρικού και των ταξιδιών με ουσίες…

Είναι το ίδιο το μέσον στο οποίο αποτυπώθηκε όλη αυτή η “τρέλα”. Ο δίσκος 45 στροφών. Το “σαρανταπεντάρι”.

Ο δίσκος αυτός, μικρός και ανθεκτικός -σε αντίθεση με αυτούς των 78 και των 33 στροφών, που ήταν μάλλον εύθραυστοι- ήρθε την κατάλληλη στιγμή: Απαντούσε στην ανάγκη της νεολαίας να εκτονωθεί να χορέψει και να “δεθεί” με ένα τραγούδι. Η διάρκειά του (μόλις 3 λεπτά) ταίριαζε απόλυτα στην έλλειψη συγκέντρωσης και στη βιασύνη των 17άρηδων. Η τιμή του ήταν πολύ προσιτή.

Στα 1964 με 49 σεντς στις ΗΠΑ, με 30 σελίνια στη Μεγάλη Βρετανία και με 10 δραχμές στην Ελλάδα ( εδώ σε τσάκωσα «λάθος» φιλαράκι, έκανε 20 δραχμές ) μπορούσες να αποκτήσεις το τραγούδι των ονείρων σου. Έτσι μυήθηκαν δεκάδες χιλιάδες σημερινοί πατεράδες και παππούδες στο “μοντέρνο” τραγούδι.
 
Μπλιάτκας Κώστας

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις